- κελλίβας
- κελλίβας, ατος, ὁ, prob.A = κιλλίβας, portable table, PRyl.136.10 (i A.D.); cf. Lat. cilibantum, cilliba.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κελλίβας — κελλίβας, ατος, ὁ (Α) πάπ. πιθ. κιλλίβας*, κινητή τράπεζα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. cilliba «στρογγυλή τράπεζα»] … Dictionary of Greek